Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής είναι εμφανείς και επηρεάζουν την καθημερινότητα και τη διαβίωση των κατοίκων του πλανήτη. Η κλιματική αλλαγή, ευθύνεται σε ποσοστό έως και 90% για την εμφάνιση φαινομένων λειψυδρίας σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Συγκεκριμένα οι ετήσιοι διαθέσιμοι πόροι επιφανειακού και υπόγειου νερού στις χώρες της Μεσογείου φτάνουν περίπου τα 1080 km3. Παρόλο που μπορεί να φαίνονται επαρκείς, είναι ακανόνιστα κατανεμημένοι, καθώς υπάρχουν χώρες με αποθέματα νερού κάτω των 500 m3/κεφαλή/έτος. Επιπλέον, η ζήτηση παρουσιάζει σημαντικές εποχιακές μεταβολές, όπως για παράδειγμα μεγάλες αυξήσεις τη θερινή περίοδο λόγω τουρισμού. Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στη Μεσόγειο, φτάνοντας πάνω από το 72% της συνολικής κατανάλωσης. Η Ελλάδα με ποσοστό >80%, μαζί με άλλες χώρες τη Μεσογείου, κινδυνεύουν έως το 2040 να εμφανίσουν έντονο πρόβλημα έλλειψης νερού (βλ. εδώ).

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής είναι εμφανείς και επηρεάζουν την καθημερινότητα και τη διαβίωση των κατοίκων του πλανήτη. Η κλιματική αλλαγή, ευθύνεται σε ποσοστό έως και 90% για την εμφάνιση φαινομένων λειψυδρίας σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Συγκεκριμένα οι ετήσιοι διαθέσιμοι πόροι επιφανειακού και υπόγειου νερού στις χώρες της Μεσογείου φτάνουν περίπου τα 1080 km3. Παρόλο που μπορεί να φαίνονται επαρκείς, είναι ακανόνιστα κατανεμημένοι, καθώς υπάρχουν χώρες με αποθέματα νερού κάτω των 500 m3/κεφαλή/έτος. Επιπλέον, η ζήτηση παρουσιάζει σημαντικές εποχιακές μεταβολές, όπως για παράδειγμα μεγάλες αυξήσεις τη θερινή περίοδο λόγω τουρισμού. Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στη Μεσόγειο, φτάνοντας πάνω από το 72% της συνολικής κατανάλωσης. Η Ελλάδα με ποσοστό >80%, μαζί με άλλες χώρες τη Μεσογείου, κινδυνεύουν έως το 2040 να εμφανίσουν έντονο πρόβλημα έλλειψης νερού (βλ. εδώ).

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής είναι εμφανείς και επηρεάζουν την καθημερινότητα και τη διαβίωση των κατοίκων του πλανήτη. Η κλιματική αλλαγή, ευθύνεται σε ποσοστό έως και 90% για την εμφάνιση φαινομένων λειψυδρίας σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Συγκεκριμένα οι ετήσιοι διαθέσιμοι πόροι επιφανειακού και υπόγειου νερού στις χώρες της Μεσογείου φτάνουν περίπου τα 1080 km3. Παρόλο που μπορεί να φαίνονται επαρκείς, είναι ακανόνιστα κατανεμημένοι, καθώς υπάρχουν χώρες με αποθέματα νερού κάτω των 500 m3/κεφαλή/έτος. Επιπλέον, η ζήτηση παρουσιάζει σημαντικές εποχιακές μεταβολές, όπως για παράδειγμα μεγάλες αυξήσεις τη θερινή περίοδο λόγω τουρισμού. Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στη Μεσόγειο, φτάνοντας πάνω από το 72% της συνολικής κατανάλωσης. Η Ελλάδα με ποσοστό >80%, μαζί με άλλες χώρες τη Μεσογείου, κινδυνεύουν έως το 2040 να εμφανίσουν έντονο πρόβλημα έλλειψης νερού (βλ. εδώ).
Το πρόβλημα της λειψυδρίας εμφανίζεται τόσο στην νησιωτική όσο και στην ηπειρωτική χώρα. Για παράδειγμα στη Θεσσαλία, η έλλειψη νερού έχει οδηγήσει στη χρήση γεωτρήσεων βάθους >400 m. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη σπατάλη ενέργειας και αύξηση του κόστους της άρδευσης, ενώ έχει επίπτωση και στην ποιότητα των υδάτων, καθώς εντοπίζονται προβλήματα υφαλμύρωσης εξαιτίας της διείσδυσης θαλασσινού νερού στον υπόγειο υδροφόρο. Ίδιο και εντονότερο πρόβλημα υπάρχει και στις νησιωτικές περιοχές. Η Μεσόγειος αποτελείται από 5.000 νησιά, με τους κατοίκους αυτών των νησιών να αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η αστικοποίηση, η εποχική πίεση λόγω τουρισμού (υψηλή ζήτηση νερού), η αλλαγή στις γεωργικές πρακτικές (εντατικοποίηση ή εγκατάλειψη) και η κλιματική αλλαγή. Tα αποθέματα νερού για την κάλυψη αυτών των αναγκών είναι λιγοστά, με συνέπεια την εμφάνιση έντονης λειψυδρίας. Η λειψυδρία σε συνδυασμό με κερδοφόρες τουριστικές δραστηριότητες οδηγούν σε έντονα προβλήματα μεταξύ αυτών και η περιορισμένη γεωργική δραστηριότητα.
Επιπρόσθετα, η υπεράρδευση των καλλιεργειών από τους παραγωγούς, αυξάνει την πίεση στις πηγές νερού και συμβάλλει στη μείωση των αποθεμάτων γλυκού νερού τα οποία φτάνουν μόλις το 0,5% των συνολικών αποθεμάτων νερού. Ωστόσο, οι μεγάλες ποσότητες άρδευσης δεν αξιοποιούνται από τα φυτά, αφού όπως έχει παρατηρηθεί οι απώλειες υπερβαίνουν το 50%.
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω με το γεγονός, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός εκτιμάται πως μέχρι το 2050 θα φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια και η ζήτηση σε τρόφιμα αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 50%, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για εύρεση λύσεων αειφορικής διαχείρισης των υδατικών πόρων, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική και οικονομική ανάπτυξη.
Σε αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη ότι στο μέλλον η γεωργία θα γίνεται υπό συνθήκες λειψυδρίας, η ελλειμματική άρδευση, κατά την οποία τα φυτά υπόκεινται σε διάφορα στάδια υδατικής καταπόνησης, χωρίς αυτό να επιδρά στις αποδόσεις τους, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την έξυπνη διαχείριση των πηγών ύδατος.
Το πρόβλημα της λειψυδρίας εμφανίζεται τόσο στην νησιωτική όσο και στην ηπειρωτική χώρα. Για παράδειγμα στη Θεσσαλία, η έλλειψη νερού έχει οδηγήσει στη χρήση γεωτρήσεων βάθους >400 m. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη σπατάλη ενέργειας και αύξηση του κόστους της άρδευσης, ενώ έχει επίπτωση και στην ποιότητα των υδάτων, καθώς εντοπίζονται προβλήματα υφαλμύρωσης εξαιτίας της διείσδυσης θαλασσινού νερού στον υπόγειο υδροφόρο. Ίδιο και εντονότερο πρόβλημα υπάρχει και στις νησιωτικές περιοχές. Η Μεσόγειος αποτελείται από 5.000 νησιά, με τους κατοίκους αυτών των νησιών να αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η αστικοποίηση, η εποχική πίεση λόγω τουρισμού (υψηλή ζήτηση νερού), η αλλαγή στις γεωργικές πρακτικές (εντατικοποίηση ή εγκατάλειψη) και η κλιματική αλλαγή. Tα αποθέματα νερού για την κάλυψη αυτών των αναγκών είναι λιγοστά, με συνέπεια την εμφάνιση έντονης λειψυδρίας. Η λειψυδρία σε συνδυασμό με κερδοφόρες τουριστικές δραστηριότητες οδηγούν σε έντονα προβλήματα μεταξύ αυτών και η περιορισμένη γεωργική δραστηριότητα.

Επιπρόσθετα, η υπεράρδευση των καλλιεργειών από τους παραγωγούς, αυξάνει την πίεση στις πηγές νερού και συμβάλλει στη μείωση των αποθεμάτων γλυκού νερού τα οποία φτάνουν μόλις το 0,5% των συνολικών αποθεμάτων νερού. Ωστόσο, οι μεγάλες ποσότητες άρδευσης δεν αξιοποιούνται από τα φυτά, αφού όπως έχει παρατηρηθεί οι απώλειες υπερβαίνουν το 50%.
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω με το γεγονός, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός εκτιμάται πως μέχρι το 2050 θα φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια και η ζήτηση σε τρόφιμα αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 50%, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για εύρεση λύσεων αειφορικής διαχείρισης των υδατικών πόρων, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική και οικονομική ανάπτυξη.
Σε αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη ότι στο μέλλον η γεωργία θα γίνεται υπό συνθήκες λειψυδρίας, η ελλειμματική άρδευση, κατά την οποία τα φυτά υπόκεινται σε διάφορα στάδια υδατικής καταπόνησης, χωρίς αυτό να επιδρά στις αποδόσεις τους, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την έξυπνη διαχείριση των πηγών ύδατος.